ἐρεθιστικός

From LSJ
Revision as of 15:45, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρεθιστικός Medium diacritics: ἐρεθιστικός Low diacritics: ερεθιστικός Capitals: ΕΡΕΘΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: erethistikós Transliteration B: erethistikos Transliteration C: erethistikos Beta Code: e)reqistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for irritation, σημεῖον Hp.Acut.48: c. gen., provocative, ὀρέξεως Diph.Siph. ap. Ath.3.120e. Adv. -κῶς Sch.Il.16.36.

German (Pape)

[Seite 1023] anreizend, τινός, z. B. ὀρέξεως Diphil. Ath. III, 120 e; Eust. – Adv., Schol. Il. 16, 36.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρεθιστικός: ή, ον, ἀνήκων εἰς ἐρεθισμόν, σημεῖον ἐρεθιστικὸν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392. 15, ὡς καὶ νῦν, ἔχων τὴν δύναμιν ἢ τὴν ἰδιότητα νὰ ἐρεθίζῃ, διεγερτικός, μετὰ γεν., ἐρεθιστικὰ ὀρέξεως Δίφ. Σιφν. παρ’ Ἀθην. 120Ε. Ἐπίρρ. -κῶς. Σχόλ. εἰς Ἰλ. Π. 36.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐρεθιστικός, -ή, -όν) ερεθίζω
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ερεθισμό, προκαλεί ερεθισμό, διεγερτικός, παροξυντικός, προκλητικός (α. «ερεθιστικά φάρμακα» β. «ερεθιστικοί λόγοι»).
επίρρ...
ερεθιστικώς και -ά (AM ἐρεθιστικῶς)
με τρόπο που προκαλεί ερεθισμό.