ἡλῖτις
From LSJ
τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver
English (LSJ)
ιδος, ἡ, (ἧλος)
A of or like nails, ἡ. λεπίς iron that scales off from nails, Dsc.5.78, Aët.2.58.
German (Pape)
[Seite 1163] ιδος, ἡ, von Nägeln, zu Nägeln gehörig, λεπίς, ἡ, eine Nägelplatte, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλῖτις: -ιδος, ἡ, (ἧλος) ἐξ ἥλου ἢ ὅμοιος πρὸς ἧλον, ἡλ. λεπίς, σίδηρος ἀποτριβόμενος ἐξ ἥλων, Διοσκ. 5. 89.