λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
Full diacritics: ὀψίφῠγος | Medium diacritics: ὀψίφυγος | Low diacritics: οψίφυγος | Capitals: ΟΨΙΦΥΓΟΣ |
Transliteration A: opsíphygos | Transliteration B: opsiphygos | Transliteration C: opsifygos | Beta Code: o)yi/fugos |
ον,
A fleeing late, Hdn.Gr.1.234.
[Seite 433] spät fliehend, Arcad. 90.
ὀψίφῠγος: -ον, ὁ ἀργὰ φεύγων, Ἀρκάδ. 90. 5.
ὀψίφυγος, -ον (Α)
αυτός που φεύγει αργά, καθυστερημένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + -φυγος (< φυγή)].