ῥιζοβόλος

From LSJ
Revision as of 01:00, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥιζοβόλος Medium diacritics: ῥιζοβόλος Low diacritics: ριζοβόλος Capitals: ΡΙΖΟΒΟΛΟΣ
Transliteration A: rhizobólos Transliteration B: rhizobolos Transliteration C: rizovolos Beta Code: r(izobo/los

English (LSJ)

ον,

   A striking root, Nic.Th.69.

German (Pape)

[Seite 842] Wurzel werfend, d. i. Wurzel schlagend, Nic. Th. 69.

Greek (Liddell-Scott)

ῥιζοβόλος: -ον, ὁ σχηματίζων ῥίζας, ῥιζοβολῶν, Νικ. Θ. 69 - ῥιζοβολέω, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πιάνω ῥίζαν», Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 57, Ἀνθ. Π. 11. 246· - ῥιζοβόλησις, εως, ἡ, τὸ ῥιζοβολεῖν, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui pousse des racines.
Étymologie: ῥίζα, βάλλω.

Greek Monolingual

ο / ῥιζοβόλος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
το φυτό καρυόκαρο(ν)
αρχ.
αυτός που βγάζει ρίζες, που ριζοβολάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. φυλλο-βόλος)].

Greek Monotonic

ῥιζοβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που πιάνει, σχηματίζει ρίζες, που ριζώνει.

Middle Liddell

ῥιζο-βόλος, ον, βάλλω
striking root.