Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
Full diacritics: χορτοτόμος | Medium diacritics: χορτοτόμος | Low diacritics: χορτοτόμος | Capitals: ΧΟΡΤΟΤΟΜΟΣ |
Transliteration A: chortotómos | Transliteration B: chortotomos | Transliteration C: chortotomos | Beta Code: xortoto/mos |
ον,
A for cutting hay, δρέπανα PCair.Zen.782 (a). 125 (iii B. C.).
-ον, Α
κατάλληλος για κοπή χόρτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτος + -τόμος (< τομή < τέμνω), πρβλ. ὑλο-τόμος.