ἀνταφαιρέω
ἐκτὸς τῆς ἡμετέρας ἐπόψεως → beyond our range of vision
English (LSJ)
A take away in return, in Med., Antipho 4.1.7:—Act., intr., diminish in turn, Aristid. Or.23(42).50, cf.2.309J. II subtract from the opposite side, and ἀνταφαίρ-εσις, εως, ἡ, subtraction from the opposite side, Nicom.Ar.1.13.
German (Pape)
[Seite 245] (s. αἱρέω), dagegen wegnehmen, Aristid.; Nicom. arithm. 1, 13. – Med., τὴν ψυχήν Antiph. IV α 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνταφαιρέω: (μέσ. φων.) ἀφαιρῶ τι παρά τινος πρὸς τιμωρίαν κακῆς πράξεως: ὑμᾶς δὲ χρὴ τήν τε ἀνομίαν τοῦ παθήματος ἀμύνοντας, τήν τε ὕβριν κολάζοντας ἀξίως τοῦ πάθους, τὴν βουλεύουσαν ψυχὴν ἀνταφελέσθαι αὐτὸν Ἀντιφῶν 125. 46. ΙΙ. ἀφαιρῶ ἐξ ἑκατέρου μέρους, καὶ ἀνταφαίρεσις, εως, ἡ, ἀφαίρεσις ἐξ ἑκατέρων τῶν μερῶν, Νικομ. Ἀριθμ. 86.
Spanish (DGE)
1 quitar a su vez ψυχὴν ... αὐτόν Antipho 4.1.7
•mat. sustraer a su vez del sustraendo de una resta el resto de la misma, Nicom.Ar.1.13.11.
2 intr. disminuir a su vez Aristid.Or.23.50.