ἀνταφαιρέω

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνταφαιρέω Medium diacritics: ἀνταφαιρέω Low diacritics: ανταφαιρέω Capitals: ΑΝΤΑΦΑΙΡΕΩ
Transliteration A: antaphairéō Transliteration B: antaphaireō Transliteration C: antafaireo Beta Code: a)ntafaire/w

English (LSJ)

A take away in return, in Med., Antipho 4.1.7:—Act., intr., diminish in turn, Aristid. Or.23(42).50, cf.2.309J.
II subtract from the opposite side, and ἀνταφαίρ-εσις, εως, ἡ, subtraction from the opposite side, Nicom.Ar.1.13.

Spanish (DGE)

1 quitar a su vez ψυχὴν ... αὐτόν Antipho 4.1.7
mat. sustraer a su vez del sustraendo de una resta el resto de la misma, Nicom.Ar.1.13.11.
2 intr. disminuir a su vez Aristid.Or.23.50.

German (Pape)

[Seite 245] (s. αἱρέω), dagegen wegnehmen, Aristid.; Nicom. arithm. 1, 13. – Med., τὴν ψυχήν Antiph. IV α 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνταφαιρέω: (μέσ. φων.) ἀφαιρῶ τι παρά τινος πρὸς τιμωρίαν κακῆς πράξεως: ὑμᾶς δὲ χρὴ τήν τε ἀνομίαν τοῦ παθήματος ἀμύνοντας, τήν τε ὕβριν κολάζοντας ἀξίως τοῦ πάθους, τὴν βουλεύουσαν ψυχὴν ἀνταφελέσθαι αὐτὸν Ἀντιφῶν 125. 46. ΙΙ. ἀφαιρῶ ἐξ ἑκατέρου μέρους, καὶ ἀνταφαίρεσις, εως, ἡ, ἀφαίρεσις ἐξ ἑκατέρων τῶν μερῶν, Νικομ. Ἀριθμ. 86.