ἀποστερητέον
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
A one must defraud, τινά τινος Plu.2.931d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστερητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις δι’ ἀπάτης νὰ στερήσῃ τινά τινος Πλούτ. 2. 931D.
French (Bailly abrégé)
adj. verb. de ἀποστερέω.
Spanish (DGE)
hay que defraudar σε τῶν ἰδίων Plu.2.931d.