ἀρρενοτόκος

From LSJ
Revision as of 17:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρρενοτόκος Medium diacritics: ἀρρενοτόκος Low diacritics: αρρενοτόκος Capitals: ΑΡΡΕΝΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: arrenotókos Transliteration B: arrenotokos Transliteration C: arrenotokos Beta Code: a)rrenoto/kos

English (LSJ)

ον,

   A bearing male children, Arist.GA723a27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρρενοτόκος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ἄρρενα τέκνα τίκτουσα, ἀρρενογόνος, Ἀριστ. π. Ζ. 1. 18, 21.

Spanish (DGE)

-ον
que pare hijos varones ὥσπερ ἐξ ἀγόνων γόνιμοι, οὕτω καὶ ἐκ θηλυτόκων ἀρρενοτόκοι Arist.GA 723a27, μετὰ γυναικείου γάλακτος ἀρρενοτόκου Gal.14.519.

Greek Monolingual

ἀρρενοτόκος, -ον (Α)
(για γυναίκα) αυτή που γεννά αρσενικά παιδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρρην, -ενος + -τοκος < τίκτω.

Russian (Dvoretsky)

ἀρρενοτόκος: Arst. = ἀρρενογόνος.