ἐκθάρσημα

From LSJ
Revision as of 19:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκθάρσημα Medium diacritics: ἐκθάρσημα Low diacritics: εκθάρσημα Capitals: ΕΚΘΑΡΣΗΜΑ
Transliteration A: ekthársēma Transliteration B: ektharsēma Transliteration C: ektharsima Beta Code: e)kqa/rshma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A ground for confidence, Plu.2.1103a.

German (Pape)

[Seite 760] τό, Ermuthigung, Plut. Non posse 22.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκθάρσημα: τό, λόγος, αἰτία πεποιθήσεως, ὁ λόγος δι’ ὃν ἔχει τις πεποίθησιν, Πλούτ. 2. 1103 Α.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
élan de confiance, confiance.
Étymologie: ἐκθαρσέω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
confianza, seguridad τῷ μὲν Ἐπικούρῳ καὶ Μητρόδωρος καὶ Πολύαινος ... ἐ. ... ἦσαν tanto Metrodoro como Polieno eran fuente de confianza para Epicuro Plu.2.1103a.

Greek Monolingual

ἐκθάρσημα, το (Α)
αυτό που εμπνέει εμπιστοσύνη.

Russian (Dvoretsky)

ἐκθάρσημα: ατος τό то, что придает бодрости, опора, поддержка (ἐ. καὶ γῆθος εἶναί τινι Plut.).