ἐλεγκτέον
Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam
English (LSJ)
(ἐλέγχω)
A one must refute, Pl.Lg.905d; one must reject, disapprove, Ath.Med. ap. Orib.inc.23.13. b one must test, Onos.1.19. c one must convict, τινά τινος Them.Or.21.253a. 2 ἐλεγκτέος, α, ον, to be refuted, Str.2.1.35.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεγκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἐλέγχω, πρέπει τις νὰ ἐλέγξῃ, Πλάτ. Νόμ. 905D. 2)ὡσαύτως ἐλεγκτέος, ον, ὃν πρέπει νὰ ἐλέγξῃ, Στράβων 88.
Spanish (DGE)
I 1hay que poner a prueba τὸν πλούσιον καὶ τὸν πένητα ... ἐ. διὰ τρόπον Onas.1.19.
2 hay que investigar τὸ δὲ γένος τοῦτο τῶν ἀρνουμένων ἐπαίνων ... ἐ. Plu.2.58a.
II 1hay que refutar τὸ δὲ παραιτητοὺς αὖ θεοὺς εἶναι ... ἐ. Pl.Lg.905d, ἐ. αὐτοὺς ... ἀναιδῶς πρὸς τὰ ἀληθῆ ... ἱσταμένους Eus.DE 8.2 (p.390).
2 hay que rechazar ἐ. αὐτὴν οὐκ οὖσαν ἀληθῆ Them.in APr.52.24, τὴν ἀπάτην Simp.in Ph.51.9, τοὺς λόγους Procl.in Ti.1.424.21, τὰ περικαῆ Ath.Med. en Orib.Inc.41.14.