ἐξεγγύησις

Revision as of 15:05, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A giving of bail or surety, esp. to take one out of prison, -ησιν ποιεῖν D.24.77.

German (Pape)

[Seite 874] ἡ, die Bürgschaft, bes. um Einen von der Hast zu befreien, Dem. 24, 77; vgl. Meier att. Proceß p. 521.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεγγύησις: -εως, ἡ, ἐγγύησις ὑπέρ τινος, κυρίως ὅπως ἀπολυθῇ ἐκ τῆς εἱρκτῆς, «τὸ ἐξελέσθαι τινὰ δι’ ἐγγυητῶν καταστάσεως· Δημοσθένης ἐν τῷ κατὰ Τιμοκράτους (725. 10)» Ἁρποκρ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
caution, garantie.
Étymologie: ἐξεγγυάω.

Greek Monolingual

ἐξεγγύησις, η (Α) εξεγγυώ εγγύηση για να αποφυλακιστεί κάποιος.

Greek Monotonic

ἐξεγγύησις: -εως, ἡ, παροχή εγγύησης, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεγγύησις: εως ἡ взятие на поруки, поручительство Dem.

Middle Liddell

ἐξεγγύησις, εως [from ἐξεγγυάω n
a giving of bail, Dem.