ἐξεγγυάω

From LSJ

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξεγγῠάω Medium diacritics: ἐξεγγυάω Low diacritics: εξεγγυάω Capitals: ΕΞΕΓΓΥΑΩ
Transliteration A: exengyáō Transliteration B: exengyaō Transliteration C: ekseggyao Beta Code: e)ceggua/w

English (LSJ)

give up a slave on security to be examined, Antipho 5.47; free one by giving bail for him, D.24.73:—Pass., to be bailed, ἐξεγγυηθέντες κριθῆναι And.1.44, cf. D.19.169; ἐφ' οἷς ἐξηγγυήθη [to fulfil the conditions] on which security was given, Lys.23.10.

German (Pape)

[Seite 874] Einen durch Bürgschaft befreien, sich für Einen, der in Hast kommen soll, verbürgen; ὃν ἐχρῆν δεδεμένον αὐτοὺς φυλάσσειν ἢ τοῖς φίλοις τοῖς ἐμοῖς ἐξεγγυῆσαι ἢ τοῖς ἄρχουσι παραδοῦναι Antiph. 5, 47; ἐξεγγυηθέντες Andoc. 1, 44; vgl. das Gesetz bei Dem. 24, 40; ἐξηγγυημένοι 19, 169. Bei Lys. 24, 10 bezieht sich ἐφ' οἷς ἐξηγγυήθη auf die Bürgschaft, daß sich Einer zum Termin stellen, in demselben aber als ein Freier reklamirt werden werde.

French (Bailly abrégé)

ἐξεγγυῶ :
cautionner, garantir, se porter garant pour, acc.;
Moy. ἐξεγγυάομαι, ἐξεγγυῶμαι s'engager moyennant caution à, inf. fut..
Étymologie: ἐξ, ἐγγυάω.

Russian (Dvoretsky)

ἐξεγγυάω: тж. med. брать на поруки (τινα Dem.); pass. быть освобождаемым на поруки Dem.: ἐφ᾽ οἶς ἐξηγγυήθη Lys. поручительство, на основании которого он был освобожден.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξεγγυάω: μέλλ. -ήσω, παραδίδω ὑπὸ ἐγγύησιν δοῦλον ὅπως ἐξετασθῇ, ὃν ἐχρῆν δεδεμένον αὐτοὺς φυλάσσειν, ἢ τοῖς φίλοις τοῖς ἐμοῖς ἐξεγγυῆσαι Ἀντιφῶν 5. 47· ἐλευθερῶ τινα παρέχων δι’ αὐτὸν ἐγγύησιν, μηδὲ τὸ λοιπὸν ἐξεγγυᾶν μηδένα Δημ. 724, 6: ― Παθ., ἀπολύομαι ὑπὸ ἐγγύησιν, ἰκετεύοντες μὴ στρεβλωθῆναι, ἀλλ’ ἐξεγγυηθέντες κριθῆναι Ἀνδοκ. 1. 44, πρβλ. Δημ. 394 καὶ Λυσ. 22, 10.

Greek Monotonic

ἐξεγγυάω: μέλ. -ήσω, ελευθερώνω κάποιον δίνοντας εγγύηση, σε Δημ. — Παθ., αποδεσμεύομαι με εγγύηση, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to free a person by giving bail, Dem.:—Pass. to be bailed, Dem.