λεοντόμορφος

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)

Ζεὺς γὰρ μεγάλης γλώσσης κόμπους ὑπερεχθαίρει → Zeus hates the boasts of an overweening tongue

Sophocles, Antigone, 127-128
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντόμορφος Medium diacritics: λεοντόμορφος Low diacritics: λεοντόμορφος Capitals: ΛΕΟΝΤΟΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: leontómorphos Transliteration B: leontomorphos Transliteration C: leontomorfos Beta Code: leonto/morfos

English (LSJ)

ον,

   A lion-shaped, Horap.1.21, Sammelb.5620.14, Cat.Cod.Astr.8(4).252.

German (Pape)

[Seite 29] von Löwengestalt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λεοντόμορφος: -ον, ἔχων τὸ σχῆμα λέοντος, Ὡραπόλλων 1. 21.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α λεοντόμορφος, -ον)
αυτός που έχει τη μορφή λιονταριού, λεοντοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ανθρωπό-μορφος, τερατόμορφος.