σαρκοφθόρος

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκοφθόρος Medium diacritics: σαρκοφθόρος Low diacritics: σαρκοφθόρος Capitals: ΣΑΡΚΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: sarkophthóros Transliteration B: sarkophthoros Transliteration C: sarkofthoros Beta Code: sarkofqo/ros

English (LSJ)

ον,

   A flesh-consuming, αἴγλη Orph.H. 70.7.

German (Pape)

[Seite 863] Fleisch verderbend, verzehrend, Orph. H. 69, 7.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοφθόρος: -ον, ὁ τὴν σάρκα φθείρων, κατατήκων, καταστρέφων, αἴγλη Ὀρφ. Ὕμν. 69. 7.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που φθείρει, που καταστρέφει τη σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. μητρο-φθόρος, ψυχο-φθόρος.