ἔγχυλος

From LSJ
Revision as of 09:45, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔγχῡλος Medium diacritics: ἔγχυλος Low diacritics: έγχυλος Capitals: ΕΓΧΥΛΟΣ
Transliteration A: énchylos Transliteration B: enchylos Transliteration C: egchylos Beta Code: e)/gxulos

English (LSJ)

ον,

   A juicy, succulent, Hp.Aff.59, Thphr.CP6.11.15 (Comp.); ἰχθύς Agatharch.40; savoury, Alex. 124.12; soft-boiled, of eggs, Gal.6.707. Adv. -λως dub. in Archig. ap. Gal.8.931.

German (Pape)

[Seite 714] saftig, Theophr.; auch κρεάδια, Alexis bei Ath. IX, 383 d.

Greek (Liddell-Scott)

ἔγχῡλος: -ον, ὁ ἔχων ἐν ἑαυτῷ χυλόν, τὰ ὄσπρια θερίζουσιν ἐγχυλότερα καὶ πρὸς τὸ δύνασθαι συλλέγειν, ξηρανθέντα γὰρ διαρρεῖ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 4. 13, 3: «ζουμερὸς» γευστικός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀπεξηραμμένος, τὰ κρεάδι’ ἔσται τ’ οὐκ ἀπεξηραμμένα, ἔγχυλα δ’ ἀτρεμεὶ καὶ δροσώδη Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 12. - Ἐπίρρ. -λως Ἀρχιγ. παρὰ Γαλην. 8. σ. 156.

Spanish (DGE)

-ον
I 1de alimentos jugoso, que contiene líquido σιτία λίαν ἔγχυλα Hp.Int.20, ὑγραίνει διὰ τὸ ἔγχυλον εἶναι Hp.Vict.2.55, de bayas, Thphr.CP 6.6.4, ῥίζαι Thphr.CP 6.11.15
de donde tierno, jugoso, suculento en sent. gastron. κρεΐσκον ... ὕειον Alex.194, ref. al punto culinario de cocción τὰ κρεᾴδια ... οὐκ ἀπεξηραμμένα, ἔγχυλα δ' Alex.129.11, cf. Dieuch.17.12, ὁ ἰχθύς D.S.3.18, cf. Agatharch.40
de los huevos pasados por agua blando ἔτ' ἐγχύλων ὄντων Gal.6.707
tierno, jugoso, verde de legumbres todavía no desecadas, Thphr.CP 4.12.11, 13.3, κλάδος D.S.3.24, cf. 16.7.
2 de residuos imbuido de líquido, muy fluido τὰ διαχωρητικὰ Hp.Aff.59.
II en la teoría de las sensaciones que tiene en sí χυλός como soporte del sabor, sápido de minerales ἔγχυλα φαίνεται καὶ ὀσμώδη Thphr.CP 6.3.2, cf. 6.5, 17.6.
III adv. -ως medic. a modo de líquido o fluido, como conteniendo un líquido διασεσαγμένη ἐ. la incidencia de la arteria en el pulso hinchada como conteniendo un líquido Archig. en Gal.8.509, τῷ τε ἄρτῳ ... χρηστέον ἐκ τῶν βελτίστων πυρῶν ... ἐ. δ' ὠπτημένων Orib.45.29.53.

Greek Monolingual

ἔγχυλος, -ον (Α)
1. χυμώδης, ζουμερός
2. αυτός που δεν έχει αποξηρανθεί
3. (για αβγό βραστό) μελάτος.