blando

From LSJ
Pindar, Pythian, 8.95f.

Spanish > Greek

βαυκός, ἀμαλός, ἀραιός, διαλύω, βλάξ, ἀπαγής, ἀποσαρκόω, βλακικός, ἔγχυλος, ἐνδοτικός, ἁπαλός, ἔκλυτος, ἀβληχρός