ῥοδόμελι

From LSJ
Revision as of 12:26, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδόμελι Medium diacritics: ῥοδόμελι Low diacritics: ροδόμελι Capitals: ΡΟΔΟΜΕΛΙ
Transliteration A: rhodómeli Transliteration B: rhodomeli Transliteration C: rodomeli Beta Code: r(odo/meli

English (LSJ)

ιτος, τό,

   A rose-honey, Dsc.5.27, Philagr. ap. Orib.5.17.5, Edict.Diocl.Delph.14, Aët.3.104.

German (Pape)

[Seite 846] ιτος, τό, Rosenhonig, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδόμελι: -ιτος, τό, μετὰ ῥόδων παρεσκευασμένον μέλι, Ὀρειβάσ. 65 Matth.

Greek Monolingual

το / ῥοδόμελι, ΝΜΑ
νεοελλ.
διάλυμα μελιού και αρώματος από ρόδα, που χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική
μσν.-αρχ.
μέλι καμωμένο από ρόδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρόδον + μέλι.