ἀλσίνη
From LSJ
ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night
English (LSJ)
ἡ,
A lich-wort, Parietaria lusitanica, Thphr.HP9.13.3, Dsc. 4.86.
German (Pape)
[Seite 110] ἡ, eine unbekannte, stark wuchernde Pflanze, vielleicht Miere, alsine, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλσίνη: ἡ, ἄγνωστον φυτόν, φυόμενον ἐν σκιεροῖς καὶ ἀλσώδεσι τόποις, ἴσως εἶναι εἶδος cerastium, Θεοφρ. Ἱ. Φ. 9. 13, 3· ὁ Διοσκ. 2. 214 τὸ ταυτίζει μὲ τὸ μυοσωτίς.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
bot. una parietaria, Parietaria cretica L. o Thelygonum cynocrambe L., Thphr.HP 9.13.3, Dsc.4.86, Plin.HN 1.27.8, Gal.11.823. Cf. ἄλσος.