κονίασις
From LSJ
Μισῶ γε μέντοι χὤταν ἐν κακοῖσί τις ἁλοὺς ἔπειτα τοῦτο καλλύνειν θέλῃ → I hate it when someone is caught in the midst of their evil deeds and tries to gloss over them
English (LSJ)
εως, ἡ,
A plastering with stucco, whitening, IG11(4).1246 (Delos, iii/ii B.C.), 7.2712.35 (Acraeph.), 42(1).102.39, al. (Epid.), 22.1672.203, Gp.2.27.5, cj. in Thphr.HP4.10.4 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1481] ἡ, das Anstreichen, Ueberziehen mit Kalktünche, Sp.; auch das Ueberziehen mit einer anderen Masse, z. B. Pech.
Greek (Liddell-Scott)
κονίᾱσις: -εως, ἡ, ἡ διὰ κονιάματος ἐπάλειψις, ἀσβέστωμα, «ἄσπρισμα», Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 16., 2297, Ἡσύχ., πιθαν. γραφὴ ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 10, 4.