μετακινητός

From LSJ
Revision as of 11:04, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακῑνητός Medium diacritics: μετακινητός Low diacritics: μετακινητός Capitals: ΜΕΤΑΚΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: metakinētós Transliteration B: metakinētos Transliteration C: metakinitos Beta Code: metakinhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A to be disturbed, ὁμολογία Th.5.21.

Greek (Liddell-Scott)

μετακῑνητός: -ή, -όν, ὃν δύναται τις νὰ μετακινήσῃ, νὰ διαταράξῃ ὁμολογία Θουκ. 5. 21.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut ou qu’il faut déplacer ou changer.
Étymologie: adj. verb. de μετακινέω.

Greek Monotonic

μετακῑνητός: -ή, -όν, αυτός που μπορεί να μετατοπιστεί, να μεταβληθεί, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

μετακινητός: подлежащий изменению (νόμοι Solon ap. Plut.).

Middle Liddell

μετακῑνητός, ή, όν [from μετακῑνέω]
to be disturbed, Thuc.