τετευχῆσθαι

Revision as of 14:46, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

English (LSJ)

(τεῦχος) Ep. pf. inf. Pass. without any pres. in use,

   A to be armed, Od.22.104.

Greek (Liddell-Scott)

τετευχῆσθαι: Ἐπικ. ἀπαρ. παθ. πρκμ. μετὰ σημασ. ἐνεστῶτος, σχηματισθὲν ἐκ τοῦ οὐσιαστ. τεύχεια, μὴ ὑπάρχοντος ἐνεστῶτος ἐν χρήσει, «τετευχῆσθαι, καθωπλίσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 104.

English (Autenrieth)

(τευχέω, τεύχεα), inf. perf. pass.: to have armed ourselves, be armed, Od. 22.104†.

Greek Monolingual

Α
(επικ. απρμφ. παρακμ. χωρίς ενεστ.) το να είναι κανείς οπλισμένος («τετευχῆσθαι γὰρ ἄμεινον», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τετευχῆσθαι (< τετευχέσ-θαι) είναι επικ. απρμφ. παρακμ. ενός αμάρτυρου ρ τευχῶ < τεῦχος (πρβλ. απρμφ. παρακμ. τετελέσθαι του τελῶ < τέλος). Το -η- του τ. οφείλεται πιθ. σε αναλογικό σχηματισμό κατά το συνηρ. σε -έω / -].

Greek Monotonic

τετευχῆσθαι: Επικ. απαρ. Παθ. παρακ. με σημασία ενεστ., σχημ. από το ουσ. τεύχεα, χωρίς ενεστ. σε χρήση, είμαι εξοπλισμένος, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

τετευχῆσθαι: inf. pf. pass. к τευχέω.

Middle Liddell


from the Subst. τεύχεα [epic perf. pass. inf. with pres. sense, formed] [no pres. in use]
to be armed, Od.