γαλαξαῖος
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
α, ον,
A milky, milk-white, Nonn.D.6.338, al.
Greek (Liddell-Scott)
γαλαξαῖος: -α, -ον, γαλακτώδης, λευκός, Νόνν. Δ. 6. 338.
2) ὁ διὰ γάλακτος τρεφόμενος, γαλαθηνός, αὐτοθι 3. 389.
Spanish (DGE)
(γᾰλαξαῖος) -α, -ον
• Morfología: [plu. dat. -οισι Nonn.D.41.126]
blanco como la leche, lechoso ἐέρσαι Nonn.D.3.389, ἴτυς Nonn.D.6.338, ῥέεθρα Nonn.l.c.
Greek Monolingual
γαλαξαῑος, -α, -ον (Α)
ο λευκός σαν γάλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αναλογικός σχηματισμός προς τα γαλαξίας, Γαλάξια, παράγωγα της λ. γάλα.