πλυντρίς
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ίδος, ἡ, = foreg., Ar.Fr.841. II πλυντρίς (sc. γῆ), ἡ, a kind of fuller's earth, Menestor ap. Thphr.CP2.4.3, Nicoch.4.
German (Pape)
[Seite 639] ίδος, ἡ, 1) = Vorigem. – 2) πλυντρὶς γῆ, eine Erdart, die zum Waschen, Reinigen schmutziger Kleider gebraucht wird; Theophr.; Nicochar. com. bei Poll. 7, 40.
Greek (Liddell-Scott)
πλυντρίς: -ίδος, ἡ, = τῷ προηγουμ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 642. ΙΙ. πλυντρὶς (ἐξυπ. γῆ), ἡ, εἶδος χώματος χρησίμου παρὰ τοῖς γναφεῦσιν εἰς κάθαρσιν ἐνδυμάτων, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 4, 3, πρβλ. Νικοχάρη ἐν «Ἡρακλεῖ γαμοῦντι» 1. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 195, 432.
Russian (Dvoretsky)
πλυντρίς: ίδος (ῐδ) ἡ прачка Arph.