λεπτόγεως

From LSJ
Revision as of 23:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τὰ ἡμίσεα πάσης τῆς οὐσίης ἐξαργυρώσαντα → turn half of my property into silver

Source

German (Pape)

[Seite 30] ων, att. = λεπτόγειος; τὸ λ., der leichte Boden, Thuc. 1, 2; Strab. VI, 282; Luc. u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ως, ων;
au sol maigre ; τὸ λεπτόγεων la maigreur ou l’aridité du sol.
Étymologie: λεπτός, γῆ.

Greek Monolingual

-ων (Α λεπτόγεως, -ων)
βλ. λεπτόγαιος.

Russian (Dvoretsky)

λεπτόγεως: со скудной почвой, неплодородный (γῆ Thuc.; χώρα Plut.).