τεκνίδιον
From LSJ
Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men
English (LSJ)
[νῐ], τό, Dim. of τέκνον,
A little child, Ar.Lys.889.
German (Pape)
[Seite 1082] τό, dim. von τέκνον, Ar. Lys. 889.
Greek (Liddell-Scott)
τεκνίδιον: [νῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ τέκνον, μικρὸν τέκνον, ὦ γλυκύτατον σὺ τεκνίδιον κακοῦ πατρὸς Ἀριστοφ. Λυσ. 889.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
τεκνίδιον: (νῐ) τό [demin. к τέκνον дитятко Arph.