λευκοστεφής

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Δὶς ἐξαμαρτεῖν ταὐτὸν οὐκ ἀνδρὸς σοφοῦ → Qui sapit, eundem non bis errabit modum → Den selben Fehler zwei Mal macht kein kluger Mann

Menander, Monostichoi, 121
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκοστεφής Medium diacritics: λευκοστεφής Low diacritics: λευκοστεφής Capitals: ΛΕΥΚΟΣΤΕΦΗΣ
Transliteration A: leukostephḗs Transliteration B: leukostephēs Transliteration C: lefkostefis Beta Code: leukostefh/s

English (LSJ)

ές,

   A white-wreathed, of suppliant boughs, A.Supp.191,334.    II λευκοστεφῆ· τὰ κεραυνόβλητα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 35] ές, weiß bekränzt, Aesch. ἱκετηρίαι, Suppl. 188, u. κλάδοι, 329, von den mit weißer Wolle umwundenen Zweigen der Hülfeflehenden.

Greek (Liddell-Scott)

λευκοστεφής: -ές, ἐστεμμένος μὲ λευκοὺς στεφάνους, ἐπὶ ἱκετηρίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 191, 333. - Καθ’ Ἡσύχ. «λευκοστεφῆ· τὰ κεραυνόβλητα».

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
ceint de bandelettes de laine blanche.
Étymologie: λευκός, στέφω.

Greek Monolingual

λευκοστεφής, -ές (Α)
1. ο στεφανωμένος με λευκό στέμμα («λευκοστεφεῑς ἱκτηρίας», Αισχύλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) στον τ. λευκοστεφῆ
τά κεραυνοβόλητα.

Russian (Dvoretsky)

λευκοστεφής: обвитый белой шерстью (ἱκετηρία, κλάδοι Aesch.).