Ἀμφιγυήεις
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ὁ, epith. of Hephaestus,
A with both feet crooked, lame, Il.1.607, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀμφιγυήεις: ὁ, ἐπίθ. τοῦ Ἡφαίστου, ὁ κατ’ ἀμφότερα τὰ σκέλη χωλός. Ἰλ. Α. 607, κτλ. (ἐκ τοῦ γυιὸς = χωλός, οὐχὶ ἐκ τοῦ γυῖον).
Greek Monotonic
Ἀμφιγυήεις: ὁ (γυιός), λέγεται για τον Ήφαιστο, αυτός που κουτσαίνει και στα δύο πόδια, ο χωλός, σε Ομήρ. Ιλ.