στυπάζει
From LSJ
Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist
English (LSJ)
βροντᾷ, ψοφεῖ, ὠθεῖ, Hsch. στύπαξ,
A v. στύππαξ. στύπεα,= στέλεχος, Id. στύπη,= στύπος, Id. στῠπογλύφος, ον, cutting, working trunks or stems, Id.