συνεξορθιάζω
From LSJ
πολλὰ γάρ σε θεσπἰζονθ' ὁρῶ κοὐ ψευδόφημα (Sophocles' Oedipus Coloneus 1516f.) → For I see in you much prophecy, and nothing false
English (LSJ)
A excite together, φόβῳ (s.v.l.) Plu.2.998e.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξορθιάζω: ἐξορθριάζω ὁμοῦ, συνδιεγείρω, «σκόπει δὲ καὶ τὴν ἐν τῇ τραγῳδία Μερόπην... ὅσον ἐν τῷ θεάτρῳ κίνημα ποιεῖ συνεξορθιάζουσα φόβῳ» Πλούτ. 2. 998Ε.
French (Bailly abrégé)
redresser avec ou en même temps.
Étymologie: σύν, ἐξορθιάζω.
Greek Monolingual
Α
(πιθ. γρφ. στον Πλούτ.) διεγείρω ταυτοχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐξορθιάζω «φωνάζω δυνατά, έχω κάτι όρθιο» (βλ. λ. εξορθιάζω)].
Russian (Dvoretsky)
συνεξορθιάζω: досл. одновременно поднимать, перен. возбуждать Plut.