πάτελλα
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
[πᾰ], ἡ,
A dish, Poll.6.85 :—also πάτελλον, τό, BGU 781 vi 2 (i A.D.) :—Dim. πᾰτέλλιον, τό, Poll.6.90, 10.107, Zos.Alch.p.142 B. : also πᾰτᾰγ-ίδιον, Gloss. (-icion cod.) ; cf. βάτελλα.
German (Pape)
[Seite 534] ἡ, = πατάνη, das lat. patella, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πάτελλα: ἡ, = πατάνη, Λατιν. patella, Πολυδ. Ϛ΄, 85., Ι΄, 107· ― ὑποκορ. πᾰτέλλιον, τό, ὁ αὐτ. Ϛ΄, 90.
Greek Monolingual
ἡ, Α
πατάνη, πιατέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνειο από το λατ. patella (υποκορ. του patera βλ. λ. πατάνη), απ' όπου το γαλλ. poele «τηγάνι»].
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: large cup (Poll).
Other forms: βάτελλα
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.
Etymology: The word is a loan from Lat. patella (s. Ernout-Meillet s.v. patera).