ἀνακήρυκτος
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ον,
A = ἀκήρυκτος, dub. in Poll.8.139.
German (Pape)
[Seite 191] öffentlich bekannt gemacht, bes. durch den Herold.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακήρυκτος: -ον, = ὁ ἀνακηρυχθείς, Διον. Ἀρεοπ.: ἀλλά, 2) παρὰ Πολυδ. Η. 139 ἡ λέξις φαίνεται ὡς ἔχουσα τὴν σημασ. τοῦ ἀκήρυκτος, δι’ ὃ καὶ παρελείφθη ἐν τῇ ἐκδ. τοῦ Βεκκ.
Spanish (DGE)
-ον
proclamado ruidosamente, ensalzado, glorificado ὅταν δὲ αὐτὸν ἀνακήρυκτον ποιῶσι ταῖς θεοκρίτοις ἀξίαις Dion.Ar.Ep.M.3.1085A, sent. peyor. ἡ ... σαρκικὴ ἡδονὴ ... ἔστιν ... ὄρος ... ἁμαρτίας καὶ ἀνακηρύκτου προθέσεως Nil.M.79.412C.