τανάγρα

From LSJ
Revision as of 23:45, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τανάγρα Medium diacritics: τανάγρα Low diacritics: τανάγρα Capitals: ΤΑΝΑΓΡΑ
Transliteration A: tanágra Transliteration B: tanagra Transliteration C: tanagra Beta Code: tana/gra

English (LSJ)

ἡ,

   A copper, cauldron, Hsch.:—Dim. ταναγρ-ίς, ίδος, ἡ, v.l. for παναγρίς in Poll.10.165.

Greek (Liddell-Scott)

τανάγρα: ἡ, ἀγγεῖον χαλκοῦν, ἐν ᾧ ἤρτυον τὰ κρέα» Ἡσύχ.: ― ὑποκορ. ταναγρίς = λεβητάριον, Πολυδ. Ι΄, 165.

Greek Monolingual

η, Ν
ζωολ. γένος στρουθιόμορφων πτηνών που απαντούν στις τροπικές περιοχές του Νέου Κόσμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tanagra < Τανάγρα].