γενεθλιαλογικός
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for nativity-casting, Ptol.Tetr.54: ἡ -κή (sub. τέχνη), = foreg., Ph.1.464.
German (Pape)
[Seite 481] ή, όν, das Nativitätsstellen betreffend, ἡ -ική, Sterndeutekunst, Philo., Sp.
Greek (Liddell-Scott)
γενεθλιᾱλογικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς τὸ μαντεύεσθαι ἐκ τῶν ἀστερισμῶν, Ὠριγέν., κλπ.· ἡ -κὴ (ἐξυπακ. τέχνη) = τῷ προηγ., Φίλων 1. 466.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
concerniente a los horóscopos μέρος Ptol.Tetr.2.1.2, κέντρα Vett.Val.76.14, ζῴδιον Vett.Val.203.12, ῥήματα Procl.in R.129.12
•subst. ἡ γ. (sc. τέχνη) arte de hacer horóscopos, astrología Ph.1.464
•ὁ γ. autor de horóscopos Gal.15.441.
Greek Monolingual
γενεθλιαλογικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη γενεθλιαλογία
2. το θηλ. ως ουσ. η γενεθλιαλογική
η γενεθλιαλογία.