πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
Full diacritics: λυσσήεις | Medium diacritics: λυσσήεις | Low diacritics: λυσσήεις | Capitals: ΛΥΣΣΗΕΙΣ |
Transliteration A: lyssḗeis | Transliteration B: lyssēeis | Transliteration C: lyssieis | Beta Code: lussh/eis |
μανιώδης, Hsch.
λυσσήεις, -εσσα, -εν (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μανιώδης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύσσα + κατάλ. -ήεις (πρβλ. λωβ-ήεις, τραπεζ-ήεις)].