μαζηρὸς

From LSJ
Revision as of 20:40, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαζηρὸς Medium diacritics: μαζηρὸς Low diacritics: μαζηρός Capitals: ΜΑΖΗΡΟΣ
Transliteration A: mazēròs Transliteration B: mazēros Transliteration C: maziros Beta Code: mazhro\s

English (LSJ)

πίναξ, trencher

   A for barley-cakes, Poll.10.84.

Greek (Liddell-Scott)

μαζηρὸς: πίναξ, πινάκιον ἐφ’ οὗ τιθέμεναι αἱ μᾶζαι διενέμοντο, Πολυδ. Ι΄, 84, ἴδε μαζονόμος.

Greek Monolingual

μαζηρός, -όν (Α) μᾱζα
φρ. «μαζηρὸς πίναξ» — πινάκιο για το σερβίρισμα τών κομματιών της κρίθινης μάζας.