μελαγκράνινος Search Google

From LSJ
Revision as of 16:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ον</b>" to "ᾰ], ον")

εὐσεβῆ διάγω τρόπον περί τινα → conduct oneself piously

Source
Click links below for lookup in third sources:

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A plaited of rushes, Philet.17.2; σφενδόναι Str.3.5.1 (-κραϊν- codd. in both places).

Greek Monolingual

μελαγκράνινος, -ον ή μελαγκράνιος, -ον (Α)
πλεγμένος από μελαγκρανίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -κράνινος και -κράνιος (< κρανίον), πρβλ. περι-κράνιος].