μελαγκράνινος

English (LSJ)

[ᾰ], ον, plaited of rushes, Philet.17.2; σφενδόναι Str.3.5.1 (-κραϊν- codd. in both places).

Greek Monolingual

μελαγκράνινος, -ον ή μελαγκράνιος, -ον (Α)
πλεγμένος από μελαγκρανίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -κράνινος και -κράνιος (< κρανίον), πρβλ. περικράνιος].