νεφριαῖος

From LSJ
Revision as of 13:38, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεφριαῖος Medium diacritics: νεφριαῖος Low diacritics: νεφριαίος Capitals: ΝΕΦΡΙΑΙΟΣ
Transliteration A: nephriaîos Transliteration B: nephriaios Transliteration C: nefriaios Beta Code: nefriai=os

English (LSJ)

α, ον, (νεφρός)

   A of the kidneys, στέαρ Dsc.2.76; τὸ ν. (to be read for νεφρίδιον) Hp.Mul.2.164.

Greek (Liddell-Scott)

νεφριαῖος: -α, -ον, = νεφρίδιος, Διοσκ. 2. 87.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α νεφριαῑος, -α, -ον)
αυτός που ανήκει στα νεφρά ή που προέρχεται από τα νεφρά («νεφριαῑον λίπος», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφρός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. μετωπ-ιαίος].