νεοπηγής

From LSJ
Revision as of 15:55, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

ἡ Νέμεσις προλέγει τῷ πήχεϊ τῷ τε χαλινῷ μήτ' ἄμετρόν τι ποιεῖν μήτ' ἀχάλινα λέγειν → Nemesis warns us by her cubit-rule and bridle neither to do anything without measure nor to be unbridled in our speech

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοπηγής Medium diacritics: νεοπηγής Low diacritics: νεοπηγής Capitals: ΝΕΟΠΗΓΗΣ
Transliteration A: neopēgḗs Transliteration B: neopēgēs Transliteration C: neopigis Beta Code: neophgh/s

English (LSJ)

ές,

   A lately built or made, Ῥώμη AP9.808 (Cyrus); γυῖα Orac. ap. Eus.PE4.9:—also νεό-πηκτος, ον, fresh-curdled, τυρός Batr.38; newly burnt, κεραμίς Hp.Mul.2.206; newly built, θάλαμοι Hld.6.11.

German (Pape)

[Seite 243] ές, = νεοπαγής; 'Ρώμη, Cyr. 6 (IX, 808); Coluth. 256 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

νεοπηγής: -ές, ὁ νεωστὶ κτισθείς, ἢ κατασκευασθείς, Ρώμη Ἀνθ. Π. 9. 808· γυῖα Χρησμ. ἐν Εὐσ. Π. Ε. 146D· - οὕτω νεόπηκτος, ον, ὁ νεωστὶ παγείς, στερεοποιηθείς, «πήξας», τυρὸς Βατραχομ. 38· ὁ νεωστὶ ὀπτηθείς, κέραμος Ἱππ. 673. 23.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
c. νεοπαγής.

Greek Monolingual

νεοπηγής, -ές (Α)
1. αυτός που κτίστηκε πριν από λίγο ή αυτός που κατασκευάστηκε πριν από λίγο
2. αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -πηγής (< πήγνυμι), πρβλ. ευ-πηγής, καινο-πηγής].

Greek Monotonic

νεοπηγής: -ές (πήγνυμι), αυτός που έχει χτιστεί ή κατασκευαστεί πρόσφατα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

νεοπηγής: недавно укрепленный или недавно построенный (Ῥώμη Anth.).

Middle Liddell

νεο-πηγής, ές πήγνυμι
lately built or made, Anth.