οὐγγία
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
English (LSJ)
or οὐγκία, ἡ, Lat.
A uncia, as adopted by the Sicil. Greeks, Arist.Fr.510, Gal.13.789, Alex.Aphr.in Top.210.7:—written ὀγκία in Epich.203, Sophr.151: hence Adj. οὐγκιαῖος, α, ον, of one uncia, prob. in SIG1042.23 (Sunium, ii/iii A. D.): οὐγκιασμός, ὁ, measurement by unciae, in pl., Just.Nov.107.1.
German (Pape)
[Seite 408] ἡ, auch οὐγκία, das lat. uncia, Unze, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
οὐγγία: ἢ οὐγκία, ἡ, Λατ. uncia, γενομένη δεκτὴ παρὰ τοῖς ἐν Σικελίᾳ Ἕλλησι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 467· φέρεται δὲ ὀγκία Σώφρων καὶ Ἐπίχαρμος παρὰ Φωτ.· ἴδε ἐν λ. λίτρα.
Greek Monolingual
και ουγκιά, η (AM οὐγγία και οὐγκία, Α και ὀγκία)
νεοελλ.
μονάδα βάρους σε διάφορες χώρες, που σήμερα ισούται με 28,34 γραμμάρια
μσν.-αρχ.
το δωδεκατημόριο του ασσαρίου ή γενικώς ενός συνόλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. uncia (< unus «ένας»), πρβλ. ιρλδ. unga, γοτθ. unkja, αρχ. αγγλοσαξ. ynče].
Frisk Etymological English
οὐγκία
Grammatical information: f.
Meaning: Lat. uncia.
Other forms: Also ὀγκία (Epich. 203)