πεοίδης

From LSJ
Revision as of 13:44, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεοίδης Medium diacritics: πεοίδης Low diacritics: πεοίδης Capitals: ΠΕΟΙΔΗΣ
Transliteration A: peoídēs Transliteration B: peoidēs Transliteration C: peoidis Beta Code: peoi/dhs

English (LSJ)

ες,

   A with a swollen πέος, Com.Adesp.1111.

German (Pape)

[Seite 559] ες, mit geschwollenem od. dickem männlichem Gliede, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

πεοίδης: -ες, «ὁ μέγα καὶ ἀπρεπὲς αἰδοῖον ἔχων» Α. Β. 72, 26 ἐν λέξ. χελυνοίδης.

Greek Monolingual

-ες, Α
αυτός που έχει μεγάλο και χοντρό πέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παράγωγο ενός αμάρτυρου πεοιδῶ (< πέος + οἰδῶ «φουσκώνω, πρήζομαι»), πρβλ. ενοιδής < ἐνοιδῶ].