πυππάζω
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
English (LSJ)
A cry πύππαξ, Cratin.52.
German (Pape)
[Seite 819] u. πυπάζω, eigtl. πύππαξ od. πύπαξ rufen und seine Verwunderung dadurch zu erkennen geben, οἱ δὲ πυππάζουσι περιτρέχοντες, ὁ δ' ὄνος ὕεται, Cratin. in VLL.; τινά, Einen laut bewundern. S. ὑπερπυππάζω.