φανερομισής
From LSJ
σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women
English (LSJ)
ές (v.l. φᾰνερό-μῑσος, ον),
A openly hating, opp. φανερόφιλος, Arist.EN1124b26.
Greek Monolingual
-ές,και φανερόμισος, -ον, Α
αυτός του οποίου το μίσος για κάποιον ή για κάτι είναι έκδηλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φανερός + -μισής / -μισος (< μῖσος), πρβλ. θεο-μισής].