χερόνησος
From LSJ
Γέρων ἐραστὴς ἐσχάτη κακὴ τύχη → Senex amator ultimum infortunium → Das größte Unglück ist ein greiser Liebhaber
English (LSJ)
ἡ, poet. for χερσόνησος, A.R.1.925, IG12(5).1076.98 (Ceos), D.H.Comp. 25.
German (Pape)
[Seite 1350] poet. statt χερσόνησος, Ap. Rh. 1, 925.
Greek (Liddell-Scott)
χερόνησος: ἡ, ποιητικ. ἀντὶ χερσόνησος, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 925.
Greek Monolingual
ἡ, Α
βλ. χερσόνησος.