ἀμνάς
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
English (LSJ)
άδος, ἡ, fem. of ἀμνός,
A lamb, LXX Ge.21.28, al., J.AJ7.7.3.
German (Pape)
[Seite 126] άδος, ἡ, Lamm, v. l. für ἀμνίς, Theocr. 8, 35.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμνάς: -άδος, ἡ, θηλ. τοῦ ἀμνός, ἑτέρ. γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀμνίς, Θεόκρ. 5.3· δοτ. ἀμνάσιν Ἑβδ. (Γεν. λα΄, 41). Λέξις Ἀλεξανδρ., Ruhnk, Ἐπιστολ. Κριτ. σ. 187.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
jeune agnelle, animal.
Étymologie: ἀμνός.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ
1 cordera Theoc.8.35, PCair.Zen.5163 (III a.C.), LXX Ge.21.29, Le.5.6, Nu.6.14, 2Re.12.4, I.AI 7.149, Ph.2.307.
2 fig. de mujeres virgen αἱ τοῦ θεοῦ θυγατέρες, αἱ ἀμνάδες αἱ καλαί Clem.Al.Prot.12.119.1, de la Virgen María ἐκ τῆς παρθενικῆς ἀμνάδος Procl.CP M.65.712A.
Greek Monolingual
ἀμνὰς (-άδος), η (Α)
βλ. αμνάδα.
Greek Monotonic
ἀμνάς: -άδος, ἡ, θηλ. του ἀμνός.