ἀποσαρκόομαι

From LSJ
Revision as of 17:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid

Menander, Monostichoi, 183
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποσαρκόομαι Medium diacritics: ἀποσαρκόομαι Low diacritics: αποσαρκόομαι Capitals: ΑΠΟΣΑΡΚΟΟΜΑΙ
Transliteration A: aposarkóomai Transliteration B: aposarkoomai Transliteration C: aposarkoomai Beta Code: a)posarko/omai

English (LSJ)

dub. sens.,

   A σὰρξ ἀποσαρκοῦται Arist.Pr.865b30 (fort. ἀποστρακοῦται), cf. 966a26.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποσαρκόομαι: παθ., συμπυκνοῦμαι, καθίσταμαι πυκνότερος, συνίσταται γὰρ ἡ σάρξ καὶ κομιδῇ ἀποσαρκοῦται Ἀριστ. Πρβλ. 1. 52, 3. 2) γίνομαι σάρξ, ἐνσαρκοῦμαι, Ἐκκλ. ΙΙ. ἀποτίθημι τὴν σάρκα, Κύριλλ. Ἀλεξ., Ἰω. Δαμασκ. κλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποσαρκόομαι: (о мышечной ткани) восстанавливаться, разрастаться (σάρξ ἀποσαρκοῦται Arst.).