ἀπροστάτητος
From LSJ
English (LSJ)
[τᾰ], ον, = foreg., M.Ant.12.14; οἶκος Hierocl.p.54A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροστάτητος: [ᾰ], -ον, = τῷ προηγ., Μ. Ἀντων. 12. 14.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans défenseur, sans guide.
Étymologie: ἀ, προστατέω.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene vigilante o protector μὴ τὰς προσόδους ἐᾶσαι ἀπροστατήτους UPZ 224.2.5 (II a.C.), ὁ κόσμος I.AI 10.279, τὸ ἔθνος I.AI 13.5, πόλις I.AI 20.180, φυρμός M.Ant.12.14, οἶκος Hierocl.p.54.