ἀπροστάτητος
From LSJ
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
ἀπροστάτητον, = ἀπροστάτευτος (without a leader, without a guide), M.Ant 12.14 ; οἶκος Hierocl. p. 54A.
Spanish (DGE)
-ον
que no tiene vigilante o protector μὴ τὰς προσόδους ἐᾶσαι ἀπροστατήτους UPZ 224.2.5 (II a.C.), ὁ κόσμος I.AI 10.279, τὸ ἔθνος I.AI 13.5, πόλις I.AI 20.180, φυρμός M.Ant.12.14, οἶκος Hierocl.p.54.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans défenseur, sans guide.
Étymologie: ἀ, προστατέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπροστάτητος: [ᾰ], -ον, = τῷ προηγ., Μ. Ἀντων. 12. 14.
German (Pape)
= ἀπροστάτευτος, Sp.