ἀσάλγαν
From LSJ
Ἐπ' ἀνδρὶ δυστυχοῦντι μὴ πλάσῃς κακόν → Miseri miseriae ne quid affingas mali → Vermehre nicht dem Unglücksraben noch sein Leid
English (LSJ)
ὕβριν, ἀμέλειαν, Hsch. ἀσαλγάνας· φοβερός, Id.; cf. ἀσελγής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσάλγαν: «ὕβριν, ἀμέλειαν. τὴν πενίαν πορνείαν» Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
ὕβριν, ἀμέλειαν Hsch. (quizá confusión por ἀσάλειαν o ἀσέλγειαν).